- καλίζομαι
- καλίζομαι (Α) [καλιά](κατά τον Ησύχ.) μένω, κατοικώ σε καλιά, σε καλύβα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσεκαλίσατο — πρόσ καλίζομαι live in huts aor ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγκαλίζομαι — σύν , ἀνά καλίζομαι live in huts pres ind mp 1st sg σύν ἀγκαλίζομαι embrace pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαλισάμενος — ἀνά , ἀνά καλίζομαι live in huts aor part mp masc nom sg ἀνά ἀγκαλίζομαι embrace aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεγκαλίσατο — ἐν , ἐν καλίζομαι live in huts aor ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)